- φιλόκαινος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που τού αρέσει καθετί το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαινονη αγάπη για τις καινοτομίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + καινός «νέος, καινούργιος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόκαινος — loving novelty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκαινον — φιλόκαινος loving novelty masc/fem acc sg φιλόκαινος loving novelty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαίνοις — φιλόκαινος loving novelty masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαίνου — φιλόκαινος loving novelty masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαίνους — φιλόκαινος loving novelty masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαίνῳ — φιλόκαινος loving novelty masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκαινοι — φιλόκαινος loving novelty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek